Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπ' αἰθούσῃ

См. также в других словарях:

  • Αἰθούσῃ — Αἰθούσα fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθούσῃ — αἴθουσα portico fem dat sg (attic epic ionic) αἴθω light up pres part act fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευερκής — εὐερκής, ές (Α) 1. ο περιφραγμένος καλά, με ασφαλή περίβολο («ὑπ᾿ αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. ασφαλής («θύρες δ εὐερκέες εἰσίν», Ομ. Οδ.) 3. (για δίχτια) αυτός που περιβάλλει, που περικλείει, χωρίς δυνατότητα διαφυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»